- ἀδαημονία
- ἀδᾰ-ημονία, [dialect] Ep. [suff] ἀδᾰ-ίη, ἡ,A ignorance, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. [full] ἀδαημοσύνη).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδαημονία — ἀδαημονία, η (Α) [ἀδαήμων] άγνοια, απειρία, αδεξιότητα σχετικά με την εκτέλεση κάποιας πράξης … Dictionary of Greek
ἀδαημονίη — ἀδαημονία ignorance fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαημονίης — ἀδαημονία ignorance fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] … Dictionary of Greek